ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΓΑΜΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ

Στις μέρες μας όλο και περισσότερα ζευγάρια καταλήγουν στην διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους προκειμένου να ακολουθήσουν ξεχωριστούς δρόμους. Στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης, η απόκτηση τέκνων αλλά και η σχέση μεταξύ των ίδιων και των τέκνων τους αποτελεί αντικείμενο νομικών θεμάτων που απασχολούν την ελληνική νομοθεσία και νομολογία αρκετά χρόνια και η επίλυση τους καθίσταται αρκετά δυσχερής.

Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του κάθε ανήλικου τέκνου που η υφιστάμενη ελληνική νομοθεσία καλείται να ορίσει στον έναν από τους δύο γονείς με οριστική απόφαση εκδιδόμενη από τα αρμόδια δικαστήρια.

Το θέμα της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων πάντοτε προβλημάτιζε, καθώς τα δικαστήρια αναζητούσαν την καλύτερη δυνατή λύση προς το συμφέρον του τέκνου, το οποίο έγκειται στην σωστή ανατροφή, διαπαιδαγώγηση, καλλιέργεια, αλλά και καλή ψυχική του υγεία, ώστε να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

Στόχος της επιμέλειας και κατ’ επέκταση της συνεπιμέλειας και από τους δύο γονείς, είναι η συνολική φροντίδα για την σωματική, την πνευματική και την ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού. Η συνεπιμέλεια κυρίως αποσκοπεί στην κατάσταση κοινής ευθύνης και είναι ένα σχέδιο με βάση την εξυπηρέτηση ψυχικών και υλικών αναγκών του παιδιού. Είτε αποφασίσουν αυτήν τη λύση οι γονείς από κοινού είτε οι δικαστές, επιβάλλεται η απόφαση αυτή να λαμβάνεται με μια ορθολογιστική προσέγγιση των αναγκών του τέκνου, καθώς επίσης και των δραστηριοτήτων που θα ακολουθήσει με βάση τις δεξιότητές του.

Η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία αποσκοπεί στο να παρέχεται περισσότερος και ποιοτικότερος χρόνος μεταξύ του κάθε γονέα και των τέκνων, διότι πλέον ορίζεται ο χρόνος ισόποσα και στους δύο. Με την αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, οι διατάξεις και τα άρθρα του Αστικού Κώδικα αναδιατυπώνονται και αποσκοπούν κυρίως στην εξασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού ως προς την συνέχιση της ζωής του σε κανονικούς ρυθμούς χωρίς να επηρεάζεται από τη διακοπή συμβίωσης των γονέων του. Αποβλέπουν στον διάλογο μεταξύ των γονέων πριν παρθεί μια κοινή απόφαση που αφορά το παιδί και στην ενεργή παρουσία τους καθ’ όλη την πορεία της ζωής του από εδώ και πέρα.

Επιπροσθέτως, το άρθρο 1511 Α.Κ τροποποιείται με τέτοιο τρόπο, ώστε η ανάθεση της γονικής μέριμνας να χρήζει απαραίτητων προϋποθέσεων, όπως η συμβολή του κάθε γονέα στην ανατροφή και την διαπαιδαγώγηση του τέκνου του σε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, αν ανταποκρίθηκε στα δικαιώματα αλλά και στις ευθύνες που ενέχει απέναντι στο τέκνο και γενικότερα την πρόθεση του να συμμετέχει στην λήψη αποφάσεων που αφορούν το μέλλον και τη ζωή του. Για πρώτη φορά δε, λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη του τέκνου ώστε να δίνεται και σε αυτό η δυνατότητα κατά την κρίση του να επιλέξει το χώρο διαμονής του μετά τη διακοπή της συμβίωσης των γονέων του. Το δικαστήριο κρίνει ως προς την ωριμότητα του παιδιού και επιπλέον του παρέχει κατευθυντήριες γραμμές ώστε να επιτευχθεί τελικώς το συμφέρον του.

Ο Νόμος ορίζει ρητά πλέον την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των συζύγων και ο ένας εξ αυτών με τον οποίο διαμένει πλέον το τέκνο, επιχειρεί πράξεις που το αφορούν εφόσον πρώτα ενημερωθεί ως προς τις πράξεις αυτές και ο έτερος γονέας.

Οι γονείς αντίστοιχα μπορούν να αποφασίσουν διαφορετικά για τον τρόπο με τον οποίο θα κατανέμεται και στους δύο, η άσκηση της γονικής μέριμνας. Αμφότεροι αποφασίζουν και για τον τόπο κατοικίας που θα διαμένει πλέον το τέκνο. Αυτό υλοποιείται με ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται ανά διετία.

Σε περίπτωση που είναι αδύνατη η λήψη κοινής απόφασης, καθένας τους έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο δικαστήριο για να αποφασίσει τα ζητήματα που έχουν προκύψει, ώστε το δικαστήριο να αποφασίσει ανάλογα με το τι θεωρεί προσφορότερο μέτρο.

Επιπροσθέτως, ειδική μνεία γίνεται ως προς τα τέκνα γεννημένα εκτός γάμου των γονέων τους. Η γονική μέριμνα, για τέκνο το οποίο γεννήθηκε εκτός γάμου των γονέων του, ανήκει αποκλειστικά στην μητέρα του. Τη γονική μέριμνα μοιράζεται εξίσου ο πατέρας μόνο με την προϋπόθεση να έχει προβεί σε εκούσια ή δικαστική αναγνώριση.

Ο στόχος λοιπόν είναι να μην ενεργεί ο κάθε γονέας αυτοβούλως αλλά να πρέπει να έχει και την σύμφωνη γνώμη του άλλου. Εξαίρεση του κανόνα αυτού προβλέπετε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες έχουν συνήθη ή επείγοντα χαρακτήρα ως πράξεις επιμέλειας. Καθείς εκ των γονέων μπορεί να αξιώσει από τον άλλον διατροφή για τις ανάγκες και το συμφέρον του παιδιού. Κατά τα λοιπά ζητήματα τα οποία είναι σημαντικά για την πορεία της ζωής του παιδιού, όπως η εκπαίδευση, τα ζητήματα υγείας, οι αποφάσεις οφείλουν να λαμβάνονται από κοινού.

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχόλησε τη νομολογία και νομοθεσία είναι εκείνο της επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία καθορίζεται η επικοινωνία με το παιδί και τον γονέα που κατοικεί σε διαφορετική οικία από εκείνο, η φυσική δηλαδή παρουσία του γονέα αλλά και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο χρόνος επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν κατοικεί το τέκνο τεκμαίρεται στο 1/3 του συνολικού χρόνου επικοινωνίας εκτός αν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό ή εφόσον οι συνθήκες και το συμφέρον του τέκνου δεν το επιτρέπουν.

Η μοναδική εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί το γεγονός να έχει ο γονέας καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία, για εγκλήματα γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δεν πρέπει να παρακωλύεται η άμεση επαφή και επικοινωνία του έτερου γονέα με το τέκνο, αλλά και με τους ανιόντες (παππούδες, γιαγιάδες) καθώς και τα υπόλοιπα αδέρφια.

Ο γονέας οφείλει να προσπαθεί να συμβάλλει στην καλύτερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αλλά και της κοινωνικότητάς του τέκνου. Η επαφή με τρίτα προς αυτό πρόσωπα βοηθά στην κοινωνικοποίηση και στην προσαρμογή του τέκνου στο κοινωνικό σύνολο.

Στην περίπτωση που ο ένας από τους δύο γονείς δεν μπορεί να ανταπεξέλθει ή δεν τηρεί τα καθήκοντά του ως προς το τέκνο, τούτο θα έχει ως συνέπεια την αφαίρεση της γονικής μέριμνας από αυτόν τον γονέα. Σε περίπτωση που συντρέχουν τα κριτήρια αυτά και στο πρόσωπο των δύο γονέων το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επιμέλεια του τέκνου σε επίτροπο.

Όλα τα ανωτέρω συντελούν, ώστε το αρμόδιο δικαστήριο να αξιολογεί αν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για το αν και οι δύο γονείς μπορούν από κοινού να ασκήσουν την γονική μέριμνα και την επιμέλεια του τέκνου. Εάν συντρέχει έστω και ένα από τα κριτήρια που ο νόμος ορίζει, το  δικαστήριο ενεργεί σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου και με γνώμονα την προστασία του. Συνεπώς, διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για να επιληφθεί της καταστάσεως.